- αλατόπετρα
- ηπέτρα στρογγυλή και ομαλή με την οποία –πάνω σε μια άλλη– τρίβουν πρόχειρα το αλάτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλατόπετρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 940 μ., 140 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές της Πίνδου, δυτικά των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεόδωρου Ζιάκα. * * * η λεία και σφαιρική πέτρα, με την οποία τρίβουν πρόχειρα το… … Dictionary of Greek